Η ιστορία της φωτογραφικής μηχανής
Η σύγχρονη φωτογραφική μηχανή είναι συνδυασμός εξειδικευμένων τεχνολογιών από τρεις τομείς, των λεπτοκατασκευών, της οπτικής και, αφενός της χημικής τεχνολογίας, αφετέρου της μικροηλεκτρονικής. Η ιστορία της, αν και ξεκινάει ουσιαστικά στα μέσα του 19ου αιώνα, έχει ρίζες στους αρχαίους πολιτισμούς, π.χ. της Κίνας και της Ελλάδας, και σχετίζεται με το σκοτεινό θάλαμο (camera obscura, pinhole camera) που περιγράφει ήδη ο Αριστοτέλης! Σε ένα σκοτεινό θάλαμο (κλειστό κουτί) με μια μικρή τρύπα σε επίπεδη επιφάνειά του, εισέρχεται το φως και απεικονίζει στην απέναντι από την τρύπα επιφάνεια ένα αντεστραμένο είδωλο του εξωτερικού κόσμου.
Αριστερά: Αρχή λειτουργίας της camera obsura σε βιβλίο του 16ου αιώνα, Μέση και Δεξιά: Καλλιτέχνες του 17ου αιώνα ζωγραφίζουν τις εικόνες των ειδώλων που απεικονίζονται σε σκοτεινούς θαλάμους της εποχής
Αυτή η αρχή αξιοποιήθηκε κατά την Αναγέννηση για την καταγραφή εικόνων, όπου ο καλλιτέχνης «περνάει» με το μολύβι ή χρώματα τα ίχνη των προβαλλόμενων ειδώλων. Κατά το 16ο αιώνα τοποθετήθηκε στη μικρή οπή ένας συγκεντρωτικός φακός, ο οποίος βελτίωνε σημαντικά την οπτική ποιότητα του απεικονιζόμενου ειδώλου. Αναφέρεται ότι ο Κέπλερ σχεδίαζε τοπία με σημαντική ακρίβεια, αξιοποιώντας αυτή την αρχή. Το 17ο αιώνα κατασκευάστηκαν δε και φορητοί θάλαμοι, οι οποίοι έδωσαν ανεξαρτησία κινήσεων στους καλλιτέχνες. Η ιδέα της απεικόνισης του κόσμου σε μια επιφάνεια είναι λοιπόν παλιά, παρέμενε μόνο το πρόβλημα πώς θα αποτυπωθεί μόνιμα αυτή η εικόνα σε ένα χαρτί.
Αριστερά: Σύγχρονη camera obsura με φακό, Μέση και Δεξιά: Σύγχρονες εικόνες παρατήρησης αντικειμένου και απεικόνισής του στην camera obscura
Στις αρχές του 17ου αιώνα διαπίστωσε ο Ιταλός φυσικός Angelo Sala (1576-1637) ότι κάποια άλατα του αργύρου μαυρίζουν στο φως του ήλιου, δεν ήταν όμως σε θέση να σταματήσει αυτή τη διεργασία και να διατηρήσει μια απόχρωση του γκρι. Το 18ο αιώνα υπήρχε ήδη σημαντική εμπειρία σε θέματα ευαισθησίας διαφόρων χημικών αλάτων στο φως. Οι 'Αγγλοι Thomas Wedgwood (1771-1805) και Humphrey Davy (1778-1829) χρησιμοποίησαν αυτά τα υλικά για να αποτυπώσουν τα περιγράμματα προσώπων, πινάκων ζωγραφικής κ.ά. Όλες οι γνωστές αποτυπώσεις της εποχής δεν είχαν όμως σταθερότητα, γιατί μετά την εμφάνιση της εικόνας συνεχιζόταν το μαύρισμα της χημικής επίστρωσης. Το έτος 1827 πέτυχε ο Γάλλος φυσικός Joseph Nicephore Niepce (Νιέπς, 1765-1833) να δημιουργήσει με χρήση σκοτεινού θαλάμου και αρκετά μεγάλο χρόνο έκθεσης (περίπου 8 ώρες!) μια σταθερή εικόνα, την οποία ονόμασε heliographie (ηλιογραφία). Ο Νιέπς άρχισε να ενδιαφέρεται για τη φωτογραφία και τη φωτομηχανική αναπαραγωγή εικόνων από τα τέλη του 18ου αιώνα. Πειραματίστηκε για μερικές δεκαετίες με μηχανικά, χημικά και οπτικά θέματα, μέχρι που παρουσίασε την πρώτη ηλιογραφία του. Το 1829 άρχισε να συνεργάζεται με τον σκηνογράφο Louis Jacques Mande Daguerre (Νταγκέρ, 1787-1851), με στόχο να βελτιώσουν την ποιότητα των ηλιογραφιών. Οι δύο συνεργάτες παρουσίασαν το 1831 εικόνες αποτυπωμένες σε χάλκινες πλάκες επιστρωμένες με ιωδιούχο άργυρο. η εμφάνιση γινόταν στη συνέχεια με ατμούς υδραργύρου. Και σ' αυτά τα δείγματα όμως δεν ήταν δυνατή η σταθεροποίηση και η εικόνα συνέχιζε να μαυρίζει όσο έμενε στο ηλιακό φως.
Τελική επιτυχία είχε ο Νταγκέρ, μετά το θάνατο του Νιέπς, με πλάκες αργύρου και χλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι) ως σταθεροποιητή, μια επινόηση των 'Αγγλων John Frederick Herschel (Χέρσελ, 1792-1861) και William Henry Fox Talbot (Τάλμποτ, 1800-1877). Οι εικόνες του Νταγκέρ ονομάστηκαν νταγκεροτυπίες, είχαν όμως το μειονέκτημα ότι κάθε μία αποτελούσε μοναδικό δείγμα, αφού στις πλάκες χαλκού και αργότερα γυαλιού εμφανιζόταν απ' ευθείας η λεγόμενη θετική εικόνα. Η ιδέα αρνητικού-θετικού οφείλεται στον Τάλμποτ, με την οποία έγινε δυνατή η απεριόριστη αναπαραγωγή θετικών από μια αρνητική χάρτινη πλάκα. Ο χρόνος έκθεσης της επίστρωσης ιωδιούχου αργύρου για τις καλοτυπίες (calotypies), όπως ονομάστηκαν οι δημιουργίες του Τάλμποτ, ήταν αρχικά περίπου 30 δευτερόλεπτα. Σταδιακά μειώθηκε αυτός ο χρόνος σε μερικά δευτερόλεπτα. Το έτος 1839 παρουσίασαν ο Νταγκέρ και ο Τάλμποτ τις δημιουργίες τους σχεδόν ταυτόχρονα σε ευρύτερο κοινό και εντυπωσίασαν.
Τελική επιτυχία είχε ο Νταγκέρ, μετά το θάνατο του Νιέπς, με πλάκες αργύρου και χλωριούχο νάτριο (μαγειρικό αλάτι) ως σταθεροποιητή, μια επινόηση των 'Αγγλων John Frederick Herschel (Χέρσελ, 1792-1861) και William Henry Fox Talbot (Τάλμποτ, 1800-1877). Οι εικόνες του Νταγκέρ ονομάστηκαν νταγκεροτυπίες, είχαν όμως το μειονέκτημα ότι κάθε μία αποτελούσε μοναδικό δείγμα, αφού στις πλάκες χαλκού και αργότερα γυαλιού εμφανιζόταν απ' ευθείας η λεγόμενη θετική εικόνα. Η ιδέα αρνητικού-θετικού οφείλεται στον Τάλμποτ, με την οποία έγινε δυνατή η απεριόριστη αναπαραγωγή θετικών από μια αρνητική χάρτινη πλάκα. Ο χρόνος έκθεσης της επίστρωσης ιωδιούχου αργύρου για τις καλοτυπίες (calotypies), όπως ονομάστηκαν οι δημιουργίες του Τάλμποτ, ήταν αρχικά περίπου 30 δευτερόλεπτα. Σταδιακά μειώθηκε αυτός ο χρόνος σε μερικά δευτερόλεπτα. Το έτος 1839 παρουσίασαν ο Νταγκέρ και ο Τάλμποτ τις δημιουργίες τους σχεδόν ταυτόχρονα σε ευρύτερο κοινό και εντυπωσίασαν.
Πρώτη & Δεύτερη: Πρώτες μηχανές νταγκεροτυπίας (~1840), Τρίτη: Voigtlaender του 1850 με φυσούνα για μεταβαλλόμενο μήκος σκοτεινού θαλάμου, Τέταρτη: Στερεοσκοπική του Jules Dubosq, 1851
Πρώτη: Thomas Sutton, 1860, Δεύτερη: Έγχρωμη φωτογράφηση L.Ducos du Hauron, 1873, Τρίτη & Τέταρτη: J. Lancaster & Son, 1888 & 1889
Οι εξελίξεις ήταν στη συνέχεια ραγδαίες, γιατί πολλοί τεχνικοί και καλλιτέχνες σε πολλές χώρες αναζητούσαν λύση στα μικρά και μεγάλα προβλήματα που παρουσιάζονταν κάθε στιγμή. Ο 'Αγγλος καλλιτέχνης Frederick Scott Archer ('Αρτσερ, 1813-1857) παρήγαγε το έτος 1851 αρνητικά πάνω σε γυάλινα πλακίδια, των οποίων η χημική επεξεργασία έπρεπε να γίνεται πριν στεγνώσουν, γι' αυτό ήταν απαραίτητο να υπάρχει κοντά ένα εργαστήριο. Από εργασίες Γάλλων και 'Αγγλων χημικών είχε προκύψει το κολόδιο, ένα διάλυμα νιτρικής κυτταρίνης σε μίγμα οινοπνεύματος και αιθέρα. Αυτό το υλικό χρησιμοποιήθηκε, μετά από διάφορες βελτιώσεις στη σύστασή του για την παραγωγή αρνητικών. Με χρήση του κολόδιου και του συρόμενου από άλογα εμφανιστηρίου του 'Αρτσερ, περιφερόταν ο φωτογράφος Mathew B. Brady (1823-1896) στα πεδία μαχών του αμερικάνικου εμφύλιου πολέμου και δημιούργησε μια μεγάλη συλλογή από φωτογραφίες με σημαντική ιστορική αξία. Λόγω της δυσκολίας του χειρισμού του κολόδιου και της ανάγκης για σύντομη επεξεργασία των αρνητικών, αναζήτησαν οι ερευνητές σε όλες τις χώρες εντατικά ένα νέο υλικό που θα έδινε τη δυνατότητα αναπαραγωγής θετικών από ένα στεγνό αρνητικό και με κάποια άνεση χρόνου. Ο 'Αγγλος χημικός Joseph Swan (1828-1914) ανακάλυψε ότι η φωτοευαισθησία του βρωμιούχου αργύρου αυξάνει με τη θερμοκρασία και το έτος 1879 απέκτησε ευρεσιτεχνία για τις πρώτες στεγνές πλάκες με επικάλυψη βρωμιούχου αργύρου και ζελατίνας. Μεταξύ 1848 και 1860 δημιούργησαν οι Γάλλοι φυσικοί, Alexandre Bequerel, πατέρας του νομπελίστα φυσικού και Abel Niepce de Saint-Victor (1805-1870), ανιψιός του πρωτοπόρου Joseph Niepces, την πρώτη, αν και ασταθή, έγχρωμη φωτογραφία. Το έτος 1891 κατάφερε ο Gabriel Lippmann (1845-1921), διάσημος επιστήμονας από το Λουξεμβούργο, να σταθεροποιήσει μια έγχρωμη φωτογραφία για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ο ίδιος ερευνητής εισήγαγε τη φωτογραφική μηχανή ως καταγραφικό όργανο για ταχείες μεταβολές μηχανικών και άλλων φαινομένων.
Περί το 1883 επινόησε ο Αμερικάνος βιομήχανος George Eastman (Ήστμαν, 1854-1932) το αρνητικό φιλμ σε μορφή ταινίας και ίδρυσε το έτος 1880 την εταιρία Kodak, η οποία εξειδικεύτηκε στην παραγωγή και το εμπόριο φιλμ τυλιγμένων σε καρούλι, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φιλμ αυτά τοποθετούνταν σε ειδική κάμερα που είχε μορφή κιβωτίου, την οποία κατασκεύαζε επίσης η εταιρία αυτή. Με τη διάδοση του τυλιγμένου φιλμ άρχισε η εποχή της μαζικής χρήσης φωτογραφικών μηχανών και από ερασιτέχνες. Οι συνεχείς βελτιώσεις στο μηχανικό, τον οπτικό και το χημικό τομέα, μετέτερεψαν τη φωτογράφηση σε μια πολύ διαδεδομένη απασχόληση για επαγγελματίες φωτογράφους, καλλιτέχνες και ερασιτέχνες.
Περί το 1883 επινόησε ο Αμερικάνος βιομήχανος George Eastman (Ήστμαν, 1854-1932) το αρνητικό φιλμ σε μορφή ταινίας και ίδρυσε το έτος 1880 την εταιρία Kodak, η οποία εξειδικεύτηκε στην παραγωγή και το εμπόριο φιλμ τυλιγμένων σε καρούλι, όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Τα φιλμ αυτά τοποθετούνταν σε ειδική κάμερα που είχε μορφή κιβωτίου, την οποία κατασκεύαζε επίσης η εταιρία αυτή. Με τη διάδοση του τυλιγμένου φιλμ άρχισε η εποχή της μαζικής χρήσης φωτογραφικών μηχανών και από ερασιτέχνες. Οι συνεχείς βελτιώσεις στο μηχανικό, τον οπτικό και το χημικό τομέα, μετέτερεψαν τη φωτογράφηση σε μια πολύ διαδεδομένη απασχόληση για επαγγελματίες φωτογράφους, καλλιτέχνες και ερασιτέχνες.
Φωτογραφίες των δεκαετιών 1840 και 1850
Η εφεύρεση της φωτογραφικής μηχανής και η ανάπτυξή της, μαζί με την τέχνη που συνεπάγεται η χρήση της, είχε πολλαπλές επιπτώσεις στην οικονομία και την κοινωνία. Καταρχήν επηρεάστηκαν ευνοϊκά οι συναφείς τεχνικοί τομείς της λεπτομηχανικής, της οπτικής και της χημείας, στη συνέχεια δημιουργήθηκαν νέα επαγγέλματα και θέσεις εργασίας στον τεχνικό και καλλιτεχνικό τομέα. Μια ακόμα, απρόβλεπτη επίδραση προέκυψε για την τέχνη της ζωγραφικής, όπου οι καλλιτέχνες, έχοντας από πολύ καιρό αναπτύξει τις τεχνικές και τα υλικά της τέχνης τους σε πολύ υψηλό βαθμό και έχοντας πετύχει επί 5-6 αιώνες θαυμαστά έργα με την αποτύπωση προσώπων, αντικειμένων και της φύσης, βρέθηκαν μπροστά σε μια εφεύρεση, η οποία ήταν σε θέση να αποτυπώνει ακριβέστερα και ανά πάσα στιγμή τον υπαρκτό κόσμο.
Ο ζωγράφος Giovanni Antonio Canal (1697-1768), ο επωνομαζόμενος Canaletto (), ζωγράφιζε τα τοπία της Βενετίας με τέτοια μεγάλη ακρίβεια, σαν να επρόκειτο, με τη δική μας ορολογία, για τεχνικά σχέδια. Σήμερα αξιοποιούν οι μηχανικοί τους πίνακές του για να εκτιμήσουν πόσο ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας ή πόσο βυθίστηκε η Βενετία κατά τα τελευταία 300 χρόνια. Αυτή η αποτύπωση της πραγματικότητας έπαψε πια να απασχολεί τους ζωγράφους, αφού υπήρχε πλέον μια τεχνική συσκευή που την αποτύπωνε πολύ ακριβέστερα.
Γι' αυτό η ζωγραφική άλλαξε: οι ζωγράφοι υπέκυψαν στη γοητεία του φωτογραφικού στιγμιότυπου (instantane) που δίδαξε η στιγμιαία εικόνα και απέβλεπαν με τη ζωγραφική, αρχικά στην απόδοση των στιγμιαίων εντυπώσεων (ιμπρεσιονισμός) που εισέπρατταν από τον πραγματικό κόσμο, στη συνέχεια δε, μεταχειριζόμενοι την τέχνη ως μέσο διαμαρτυρίας, στην καταγραφή των προεκτάσεων (εξπρεσιονισμός) του πραγματικού προς το υποσυνείδητο, το ονειρικό και το άλογο. Ο Claude Monet (1840-1926) αποκαλούσε τη ζωγραφική του instantaneite από το instantane. Στην ιστορία του πολιτισμού ήταν η πρώτη φορά που μια τεχνική εφεύρεση και οι εξελίξεις της, επηρέασαν όχι πια τα μέσα ενός σημαντικού καλλιτεχνικού κλάδου, αλλά το ίδιο το περιεχόμενό του.
Ο ζωγράφος Giovanni Antonio Canal (1697-1768), ο επωνομαζόμενος Canaletto (), ζωγράφιζε τα τοπία της Βενετίας με τέτοια μεγάλη ακρίβεια, σαν να επρόκειτο, με τη δική μας ορολογία, για τεχνικά σχέδια. Σήμερα αξιοποιούν οι μηχανικοί τους πίνακές του για να εκτιμήσουν πόσο ανέβηκε η στάθμη της θάλασσας ή πόσο βυθίστηκε η Βενετία κατά τα τελευταία 300 χρόνια. Αυτή η αποτύπωση της πραγματικότητας έπαψε πια να απασχολεί τους ζωγράφους, αφού υπήρχε πλέον μια τεχνική συσκευή που την αποτύπωνε πολύ ακριβέστερα.
Γι' αυτό η ζωγραφική άλλαξε: οι ζωγράφοι υπέκυψαν στη γοητεία του φωτογραφικού στιγμιότυπου (instantane) που δίδαξε η στιγμιαία εικόνα και απέβλεπαν με τη ζωγραφική, αρχικά στην απόδοση των στιγμιαίων εντυπώσεων (ιμπρεσιονισμός) που εισέπρατταν από τον πραγματικό κόσμο, στη συνέχεια δε, μεταχειριζόμενοι την τέχνη ως μέσο διαμαρτυρίας, στην καταγραφή των προεκτάσεων (εξπρεσιονισμός) του πραγματικού προς το υποσυνείδητο, το ονειρικό και το άλογο. Ο Claude Monet (1840-1926) αποκαλούσε τη ζωγραφική του instantaneite από το instantane. Στην ιστορία του πολιτισμού ήταν η πρώτη φορά που μια τεχνική εφεύρεση και οι εξελίξεις της, επηρέασαν όχι πια τα μέσα ενός σημαντικού καλλιτεχνικού κλάδου, αλλά το ίδιο το περιεχόμενό του.
Δημοσίευση 02/11/2013 από administrator (13:20) - πληροφορίες από sfrang.com